- ὀψαρίου
- ὀψάριονfishneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COMES Annonae — in Chron. Alexandr. Κόμης τȏυ ὀψαρίου, curam annonae in Urbem transportandae habebat … Hofmann J. Lexicon universale
COMES seu obsoniorum — COMES ὀψαρίου seu obsoniorum in Chron. Alex. idem cum Comite Annonae … Hofmann J. Lexicon universale
κόμης — Τίτλος ευγενείας, ανάμεσα στον βαρόνο και στον μαρκήσιο, τον οποίο φέρουν οι κληρονόμοι των παλιών τιτλούχων. Σε πολλές χώρες τείνει να καταργηθεί, αλλά διατηρείται ακόμη στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σήμερα, μάλιστα, απονέμεται σε πρόσωπα της υψηλής… … Dictionary of Greek